συνομοταξία

συνομοταξία
η
1) зоол, класс; 2) разряд;

ανήκω εις την συνομοταξίαν... — принадлежать к разряду...


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συνομοταξία" в других словарях:

  • συνομοταξία — η, Ν 1. βιολ. παλαιότερη ονομασία ανώτατης ιεραρχικής κατηγορίας ταξινόμησης τών ζώων 2. μτφ. (με κακή σημ.) σύνολο ανθρώπων με κοινές ιδιότητες ή κοινούς σκοπούς («ανήκει στη συνομοταξία τών μονίμως παραπονουμένων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * +… …   Dictionary of Greek

  • συνομοταξία — η 1. υποδιαίρεση στην κατάταξη των ζώων: Το λιοντάρι ανήκει στη συνομοταξία των σπονδυλωτών. 2. σύνολο ανθρώπων με κοινές ιδιότητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλεφαριδοφόρα — Συνομοταξία πρωτόζωων, στην οποία περιλαμβάνονται όλα τα πρωτόζωα που έχουν μόνιμα ή πρόσκαιρα βλεφαρίδες. Περιλαμβάνει περισσότερα από 100 διαδεδομένα είδη, από τα οποία άλλα ζουν ελεύθερα στα γλυκά ή αλμυρά νερά και άλλα παρασιτούν, εσωτερικά ή …   Dictionary of Greek

  • βρυόζωα — Συνομοταξία (φύλο) ασπόνδυλων οργανισμών, οι οποίοι ζουν στις θάλασσες ή στα γλυκά νερά και κάποτε αποτελούσαν μαζί με τα βραχιονόποδα το φύλο των μαλακιοειδών. Η ονομασία τους σημαίνει ζώα βρύα, επειδή οι οργανισμοί αυτοί ζουν σε αποικίες… …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλωτά — τα συνομοταξία που περιλαμβάνει τα ζώα που έχουν σπονδυλική στήλη: Όλα τα θηλαστικά ανήκουν στη συνομοταξία των σπονδυλωτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλιμάτιος — ο (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πρωτόγονων σπονδυλοζώων που ανήκει στη συνομοταξία τών ακανθόδιων ιχθύων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. climatius (< κλιματ < κλίμα «η προς τα κάτω κλίση τού εδάφους» < κλίνω)] …   Dictionary of Greek

  • νημαθέλμινς — ο συν. στον πληθ. οι νημαθέλμινθες ζωολ. συνομοταξία στην οποία ανήκουν πέντε διακριτές ομοταξίες σκωληκόμορφων ζώων, μικροσκοπικού συνήθως μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nemathelminthes < νήμα, ατος + ἕλμινς, ινθος «σκουλήκι… …   Dictionary of Greek

  • πλακόδερμοι — (placodermes). Υποτάξη ψαριών που έχουν εκλείψει και των οποίων το δέρμα ήταν εφοδιασμένο με οστέινες πλάκες. Είχαν στο στήθος αποφύσεις, που αποτελούνταν ή από ένα άρθρο (αρθρόδειροι) ή από πολλά (αντίαρχοι). Σε πολλά χαρακτηριστικά τους… …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • σχιζομύκητες — οι, Ν (μικρβλ.) (παλαιότερα) συνομοταξία η οποία περιλάμβανε όλα τα βακτήρια με την παραδοσιακή έννοια τού όρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schiromycetes (< σχίζω + μύκης, ητος). Η λ. σχιζομύκητες μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ.… …   Dictionary of Greek

  • φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»